πριγκιπέσσα

πριγκιπέσσα
η, Ν
βλ. πρίγκιπας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρίγκιπας — ο / πρίγκιψ, ιπος, ΝΜΑ, και πρίγκηπας, θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα, Ν, πρίγκιπας, πρίγκιπος και πριγκίπιος, και τ. πληθ. πριγκιπάδες, Μ νεοελλ. μσν. τίτλος κοινωνικής διάκρισης ο οποίος γενικά απονεμόταν σε παιδιά βασιλιά ή και σε άλλα μέλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”